λεύσιμος

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεύσιμος Medium diacritics: λεύσιμος Low diacritics: λεύσιμος Capitals: ΛΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: leúsimos Transliteration B: leusimos Transliteration C: leysimos Beta Code: leu/simos

English (LSJ)

ον, (λεύω)

   A stoning, χεὶρ λ. E.Or.863; λ. καταφθοραί death by stoning, Id.Ion1237 (lyr.); θανάτου λεύσιμον ἄταν ib.1240 (lyr.); θανεῖν λ. πετρώματι Id.Or.50; λ. δοῦναι δίκην ib.614, cf. Heracl.60; λ. ἀραί curses that will end in stoning, A.Ag..1616; stoned, θῦμα ib.1118 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 36] das Steinigen betreffend, εἰ χρὴ θανεῖν νὼ λευσίμῳ πετρώματι, durch Steinigung sterben, Eur. Or. 50; καταφθοραί, ἄτα, Ion 1236. 1240; ἄλγος, Heracl. 765, wie Aesch. δημοῤῥιφεῖς λευσίμους ἀράς, des Volkes Fluch mit der Steinigung, Ag. 1599; auch der Steinigung verdient, κατολολυξάτω θύματος λευσίμου, 1089.

Greek (Liddell-Scott)

λεύσῐμος: -ον, (λεύω) λιθοβολῶν, χεὶρ λ. Εὐρ. Ὀρ. 863· λ. καταφθοραί, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Εὐρ. Ἴων 1236· θανάτου λεύσιμον ἄταν αὐτόθι 1239· θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 50· λ. δοῦναι δίκην αὐτόθι 614, πρβλ. Ἡρακλ. 60· λ. ἀραί, κατάραι ὧν τὸ τέλος ἔσται ἡ λιθοβολία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616· ἴδε ἐν λέξ. θῦμα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne la lapidation : λεύσιμοι ἀραί ESCHL imprécations pour souhaiter à qqn d’être lapidé.
Étymologie: λεύω.

Greek Monolingual

λεύσιμος, -ον (Α) λεύω
1. αυτός που λιθοβολεί, ο λιθοβόλος («πότερα λευσίμῳ χειρὶ ἢ διὰ σιδήρου πνεῡμ' ἀπορρῆξαί με δεῑ», Ευρ.)
2. φρ. «λεύσιμοι καταφθοραί» — θάνατοι με λιθοβολισμό.

Greek Monotonic

λεύσῐμος: -ον (λεύω), αυτός που χρησιμοποιεί λιθοβολισμό, σε Ευρ.· λεύσιμοι καταφθοραί ή θάνατος, θάνατος δια λιθοβολισμού, στον ίδ.· λεύσιμοι ἀραί, κατάρες που οδηγούν στον λιθοβολισμό, σε Αισχύλ.