Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μανιάκης

From LSJ
Revision as of 00:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰνιάκης Medium diacritics: μανιάκης Low diacritics: μανιάκης Capitals: ΜΑΝΙΑΚΗΣ
Transliteration A: maniákēs Transliteration B: maniakēs Transliteration C: maniakis Beta Code: mania/khs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A necklace, torc, worn of gold by Persians and Gauls, Plb.2.29.8, 2.31.5, LXX 1 Es.3.6, Plu.Cim.9, Jul.ad Ath.284d, Lyd. Mag.1.46 (pl.):—also μᾰνι-άκη, ἡ, PMon.7.74 (vi A. D.):—Dim. μᾰνι-άκιον, τό, Sch. Theoc.11.41.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιάκης: -ου, ὁ, περιτραχήλιον κόσμημα, χρυσοῦν περιδέραιον καὶ περιβραχιόνιον, ἃ ἔφερον οἱ Πέρσαι καὶ οἱ Γαλάται, Πολύβ. 2. 29, 8., 31, 5, Πλουτ. Κίμ. 9, κτλ.· ὡσαύτως μανίακον, τό, τὸ κράσπεδον, ἡ ᾤα ἐνδύματος, Φαβωρῖνος, πρβλ. Ἡσύχ. Πρβλ. μάνος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
collier d’or des Perses, des Celtes.
Étymologie: DELG emprunt iranien ; cf. γαυνάκης, ἀκινάκης, μανδάκης.

Greek Monolingual

μανιάκης, ὁ (ΑM)
χρυσό κόσμημα που φορούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες γύρω από τον τράχηλο ή γύρω από τον βραχίονα («τῶν μὲν συμμάχων ψέλια χρυσᾱ καὶ μανιάκας... φερομένων», Πλούτ.)
μσν.
χρυσό περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από τη Γαλατική. Ωστόσο, η αντιστοιχία στο επίθημα -άκης με τα γαυν-άκης, μανι-άκης οδηγεί στο να θεωρηθεί η λ. δάνειο από την Ιρανική και να αναχθεί σε ινδοιρανική ρίζα mani- (< ΙΕ ρίζα moni- που μαρτυρείται στο λατ. monīle «περιδέραιο», πρβλ. αβεστ. zarәnu maini «χρυσό περιδέραιο»)].

Greek Monotonic

μᾰνιάκης: -ου, ὁ, περιβραχιόνιο από λιωμένο χρυσό, που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες, σε Πολύβ.