μετάδουπος

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάδουπος Medium diacritics: μετάδουπος Low diacritics: μετάδουπος Capitals: ΜΕΤΑΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: metádoupos Transliteration B: metadoupos Transliteration C: metadoupos Beta Code: meta/doupos

English (LSJ)

ον,

   A falling at haphazard, indifferent, ἡμέραι Hes.Op. 823.

German (Pape)

[Seite 146] (mit Getöse) dazwischen fallend, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, die dazwischen liegenden Tage, Hes. O. 825.

Greek (Liddell-Scott)

μετάδουπος: -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, ἀδιάφορος, ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe au milieu de, intermédiaire.
Étymologie: μετά, δοῦπος.

Greek Monolingual

μετάδουπος, -ον (Α)
αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ' ὀνειαρ, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί-δουπος, οπλό-δουπος)].

Greek Monotonic

μετάδουπος: -ον, αυτός που πέφτει κατά τύχη, σε Ησίοδ.