ὀλιγηπελέων
English (LSJ)
ουσα (cf. ἀναπελάσας), Ep.part.,
A having little power, in feeble case, powerless, κεῖτ' ὀλιγηπελέων Od.5.457 ; ὀλιγηπελέουσά περ ἔμπης 19.356, cf. Il.15.245 ; cf. κακηπελέων.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγηπελέων: ουσα, (πέλομαι) Ἐπικ. μετοχ., ἔχων ὀλίγην δύναμιν, ἀσθενής, ἀδύνατος, κεῖτ’ ὀλιγηπελέων Ὀδ. Ε. 457· ὀλιγηπελέουσά περ ἔμπης Τ. 356, πρβλ. Ἰλ. Ο. 245· πρβλ. κακηπελέω.
Greek Monolingual
ὀλιγηπελέων, -ουσα (Α)
αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενής, λιπόθυμος («ὁ δ' ἄρ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος κεῑτ' ὀλιγηπελέων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλιγηπελής για μετρικούς λόγους (πρβλ. δυσμενής: δυσμενέοντες, ὀλιγοδρανής: ὀλιγοδρανέων)].
Greek Monotonic
ὀλῐγηπελέων: -ουσα, μτχ. χωρίς ενεστ., αυτός που έχει λίγη δύναμη, που βρίσκεται σε ασθενή θέση, ανίσχυρος, αδύνατος, σε Ομήρ. Οδ.