ὄκρις
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A jagged point or prominence, any roughness on an edge or surface, as of a fractured bone, Hp.Art.14. II as Adj. ὀκρίς, ίδος, ὁ, ἡ, = ὀκριόεις, rugged, φάραγξ A.Pr.1016. (Cf. Umbr. ocar (acc. ocrem, etc.) 'arx, mons', OLat. ocris = mons confragosus.)
German (Pape)
[Seite 317] ιος, ἡ, = ἄκρις, jede Hervorragung, Spitze, Hippocr. nach Galen. – So lasen einige Alte bei Hom. δι' ὄκριας ἠνεμοέσσας für ἄκριας, oder gar ὀκρίας, wie von einem nom. ὀκρία, E. M. 261, 6. Vgl. das lat. ocris.
Greek (Liddell-Scott)
ὄκρῐς: -ιος, ἡ, ὡς τὸ ἄκρις, ἄκρα, ἀνώμαλος ἐξοχή, ἢ ὀξεῖα ἄκρα· πᾶσα τραχύτης ἐπὶ τῆς ἄκρας ἢ ἐπιφανείας, εἴτε μικρὰ εἴτε μεγάλη, ἔτι καὶ ἐπὶ τῆς τραχύτητος τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 790· οὕτως ocris, ἐν τῇ Ὀμβριαν. καὶ ἀρχ. Λατ. = mons confragosus, Festus, ἴδε Rhein. Museum 1. 386. II. ὡς ἐπίθ. ὀκρίς, -ίδος, ὁ, ἡ, = ὀκριόεις, ἀνώμαλος, τραχύς, φάραγξ Αἰσχ. Πρ. 1016.
Greek Monotonic
ὄκρῐς: -ιος, ἡ,
I. όπως το ἄκρις, ἄκρα, αιχμηρή άκρη ή προεξοχή.
II. ως επίθ., ὀκρίς, -ίδος, ὁ, ἡ, = ὀκριόεις, ανώμαλος, τραχύς, σε Αισχύλ.