Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλίουρος

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐουρος Medium diacritics: παλίουρος Low diacritics: παλίουρος Capitals: ΠΑΛΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: palíouros Transliteration B: paliouros Transliteration C: paliouros Beta Code: pali/ouros

English (LSJ)

ὁ (Thphr.HP1.3.2, Agatharch.34) or ἡ (AP9.414 (Tull. Gem.)),

   A Christ's thorn, Paliurus australis, E. Cyc.394, Theopomp. Hist.129, Theoc. 24.89, Dsc.1.92, etc.    II great jujube, Zizyphus Spina-Christi, Thphr.HP 4.3.3, Agatharch. l.c., BGU1120.16 (i B. C.), Plin.HN13.111.    III = κάδος, ἀντλητήρ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, eine Art Dornstrauch, rhamnus paliurus, Theophr. (auch masc.) u. A.; παλιούρου κλάδοι, Eur. Cycl. 393; Theocr. 24, 87; πολυστέλεχος, Zon. 5 (IX, 312).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίουρος: ὁ (Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 2, Ἀθήν. 649D), ἢ ἡ (Ἀνθ. Π. 9. 414), εἶδος ἀκανθώδους θάμνου, κοινῶς, «παλιουριὰ» καὶ «παλιοῦρι», Rhamnus paliurus, L., Εὐρ. Κύκλ. 394, Θεοκρ. 24. 87, κτλ.· πρβλ. ῥάμνος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλίουρος· κάδος. ἀντλητήρ. καὶ τὸ θαμνῶδες δένδρον».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
paliure arbrisseau.
Étymologie: DELG πάλι-, οὖρον, la plante étant diurétique.

Greek Monolingual

και πάλιουρας, ο (Α παλίουρος, ὁ, ἡ)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη ραμνώδη και του οποίου ένα είδος, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι σήμερα κοινώς γνωστό ως παλιούρι και χρησιμοποιείται για περιφράξεις
αρχ.
1. το δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλίουρος
κάδος ἀντλητήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + οὖρον (< οὐρῶ), πιθ. λόγω τών διουρητικών ιδιοτήτων του φυτού].

Greek Monotonic

πᾰλίουρος: ὁ ή ἡ, ακανθώδης θάμνος (παλιούρι), Λατ. Rhamnus paliurus, σε Ευρ., Θεόκρ.