παράληψις
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
later παραλήρ-λημψις, εως, ἡ,
A receiving from another, succession to, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Plb.2.3.1 ; τῆς βασιλείας OGI90.45 (Rosetta, ii B. C.), Phld.Piet.94, D.S.15.95 ; τῆς οὐσίας Ath.5.218c ; τῶν πόλεων D.C.36.18 ; opp. παράδοσις, SIG880.71 (Pizus, iii A. D.): Astrol., taking over, [τῆς χρονοκρατορίας] Vett. Val.168.18 (pl.): generally, receiving, τὴν παρὰ τῶν μελιττῶν τοῦ καρποῦ π. Porph.Abst.2.13. b receipt of dues, customs, etc., ἡ π. τῶν ἐκφορίων PAmh.2.35.15 (ii B. C.); ἐλαίου Sammelb.4425 vii7 (ii A. D.). c appropriation, filching, Plb.2.46.2. 2 μετὰ θείας π. with a calling in of, appeal to the gods, Arist. Rh.Al.1432a33. 3 tradition, doctrine, τεχνική τις π. Arr.Epict.2.11.2 ; ἑκάστου σχήματος π. Iamb.VP5.22. 4 use, employment, τῶν δεινοτάτων θυμάτων Porph.Abst.2.7 ; καθαρμῶν Hierocl. in CA26p.478M.; ἀμφορέων Porph.Antr.3 : Medic., application, ἀλειμμάτων Alex. Trall.1.15, cf. Archig. ap. Aët. 12.1. Cf. παράλαμψις.
German (Pape)
[Seite 487] ἡ, Uebernahme, Annahme; ἀρχῆς, Pol. 2, 3, 1; βασιλείας, D. Sic. 15, 95; das Einnehmen einer Stadt, Pol. 2, 46, 2 u. Sp. – Das Annehmen des Ueberlieferten, die Lehre, Arr. Epict. 2, 11, 2.
Greek (Liddell-Scott)
παράληψις: ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ ἅλωσις πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) μετὰ θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) μάθησις, διδασκαλία, Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de prendre en main, de recueillir, gén.;
2 prise d’une ville;
3 enseignement, doctrine, leçon.
Étymologie: παραλαμβάνω.
Greek Monotonic
παράληψις: ἡ (παραλαμβάνω)·
1. λήψη από άλλον, διαδοχή, τῆς ἀρχῆς, σε Πολύβ.
2. άλωση, κατάληψη πόλης, στον ίδ.