πειρατέον
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
A one must attempt, c. inf., Pl.R. 453d, Arist. EN1166b28, etc.; π. εἶναι Isoc.5.58 :—also πειρ-τέα, Pl.Lg. 770b.
Greek (Liddell-Scott)
πειρᾱτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἐπιχειρήσῃ, μετ’ ἀπρ., Πλάτ. Πολ. 453D, Ἀριστ., κλ.· π. ἐστὶ Ἰσοκρ. 94Α· - ὡσαύτως -τέα Πλάτ. Νόμ. 770Β.
Greek Monotonic
πειρᾱτέον: ρημ. επίθ. του πειράω, αυτός που πρέπει να προσπαθήσει, σε Πλάτ.