Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεμπταῖος

From LSJ
Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμπταῖος Medium diacritics: πεμπταῖος Low diacritics: πεμπταίος Capitals: ΠΕΜΠΤΑΙΟΣ
Transliteration A: pemptaîos Transliteration B: pemptaios Transliteration C: pemptaios Beta Code: pemptai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A on the fifth day, mostly agreeing with the Subject, π. ἱκόμεσθα on the fifth day we came, Od.14.257, cf. Hp. Aph.4.36; π.γεγενημένος born five days before, Pi.O.6.53; πεμπταῖα λογίζομαι . . γενέσθαι D.19.59; προκεῖσθαι π. to have been five days laid out as dead, Ar. Av. 474; [νεκροὶ] ἤδη ἦσαν π. X.An.6.4.9; ἔκρινεν [ὁ πυρετὸς] πεμπταίοισι came to a crisis with those who had had it five days, Hp.Epid. 1.20; π. ἀπὸ τῆς νίκης, ἐκ γενετῆς, Plu. Fab.17, Luc. Halc.5.    II every fifth day, π. πυρετοί quintan fevers, Hp. Epid.1.24, cf. Alex. Aphr.Pr.2.10; ποτισμοί POxy.729.24 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 553] fünftägig, am fünften Tage; πεμπταῖοι δ' Αἴγυπτον ἱκόμεσθα, Od. 14, 257; πεμπταῖον γεγεναμένον, Pind. Ol. 6, 53; τὸν δὲ προκεῖσθαι πεμπταῖον, Ar. Av. 474; νεκροὶ ἤδη ἦσαν πεμπταῖοι, Xen. An. 6, 2, 9, sie lagen schon fünf Tage; u. so bei den Folgdn überall.

Greek (Liddell-Scott)

πεμπταῖος: -α, -ον, (πέμπτος) ὁ κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν· ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ συμφωνεῖ πρὸς τὸ ὑποκείμενον πεμπταῖοι ἱκόμεσθα, ἤλθομεν κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν, Ὀδ. Ξ. 257, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1250· πεμπταῖος γεγεννημένος, γεννηθεὶς πρὸ πέντε ἡμέρῶν, Πινδ. Ο. 6. 89· πεμπταῖος ἐγένετο, κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν, Δημ. 359. 19· γῆν δ’ οὐκ εἶναι τὸν δὲ προκεῖσθαι πεμπταῖον, (λέγων) ὅτι δὲν ὑπῆρχε γῆ καὶ ὅτι ὁ (κορυδὸς) ἔκειτο ἄταφος ἐπὶ πέντε ἡμέρας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 474· ἦσαν νεκροὶ ἤδη πεμπταῖοι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 2, 9· ἔκρινεν [ὁ πυρετὸς] πεμπταίοισι, ἐπῆλθεν ἡ κρίσις τοῦ πυρετοῦ εἰς τοὺς ἔχοντας αὐτὸν ἐπὶ πέντε ἡμέρας, Ἱππ. 956Η· π. ἀπὸ τῆς νίκης, ἐκ γενετῆς Πλουτ. Φάβ. 17, Λουκ. Ἁκλυὼν 5.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui a lieu ou arrive le 5ᵉ jour ou depuis cinq jours.
Étymologie: πέμπτη.

English (Autenrieth)

on the fifth day, pl., Od. 14.257†.

English (Slater)

πεμπταῑος
   1 five days old τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον (O. 6.53)

Greek Monolingual

-α, -ο / πεμπταῑος, -αία, -ον, ΝΑ πέμπτος
1. αυτός που συμβαίνει κατά την πέμπτη ημέρα
2. αυτός που γίνεται κάθε πέμπτη ημέρα («πεμπταῑοι πυρετοί», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

πεμπταῖος: -α, -ον (πέμπτος), κατά την πέμπτη μέρα· σε συμφωνία με το υποκ., πεμπταῖοι ἱκόμεσθα, ήρθαμε την πέμπτη μέρα, σε Ομήρ. Οδ.· πεμπταῖον ἐγένετο, συνέβη την πέμπτη μέρα, σε Δημ.· πεμπταῖος προκεῖσθαι, πέντε μέρες βρισκόταν νεκρός και ξαπλωμένος έξω (δηλ. άταφος), σε Αριστοφ.