πολυχειρία

From LSJ
Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχειρία Medium diacritics: πολυχειρία Low diacritics: πολυχειρία Capitals: ΠΟΛΥΧΕΙΡΙΑ
Transliteration A: polycheiría Transliteration B: polycheiria Transliteration C: polycheiria Beta Code: poluxeiri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A multitude of hands, i.e. workmen or assistants, Th.2.77, X.Cyr.3.3.26, Arist.Mu.398b12, Man. ap. J.Ap.1.26.    II possession of many hands, Βριάρεω π. Polem.Cyn.43.

German (Pape)

[Seite 677] ἡ, Menge von Händen, Βριάρεω, Polem. 1, 43; von Arbeitern, Helfern, Thuc. 2, 77; Xen. Cyr. 3, 3, 26; Pol. 8, 5, 2; D. Sic. 11, 2, 40.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠχειρία: ἡ, πλῆθος χειρῶν, δηλ. ἐργατῶν ἢ βοηθῶν, Θουκ. 2. 77, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 26, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 14. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυχε(ι)ρία· πλῆθος ἐργαζομένων καὶ ἀνυόντων».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
multitude de bras, d’ouvriers ou de personnes.
Étymologie: πολύχειρ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πολύχειρος
1. το πλήθος τών χεριών, δηλ. εργατών, βοηθών
2. η ιδιότητα του πολύχειρου, το να έχει κανείς πολλά χέρια.

Greek Monotonic

πολῠχειρία: ἡ, πλήθος χεριών, δηλ. εργάτες ή βοηθοί, σε Θουκ., Ξεν.