προσαπόλλυμι
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
(also
A προσαπολλύω Hdt.1.207), destroy besides, κἀκεῖνον Id.2.121.β; προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας Id.6.138, cf. E.Hipp.1374 (lyr.):—Med. and Pass., perish besides or with others, ἵνα μὴ προσαπόλωνται Hdt.6.100; τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Lys.12.64; ἐλεοῖντ' ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο D.57.45. II lose besides, τὴν ἀρχήν Hdt.1.207, cf. 9.23, Ar.Nu.1256; τὰ ἀρχαῖα π. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Pl.Grg.519a.
German (Pape)
[Seite 751] (s. ὄλλυμι), noch dazu verderben, vernichten, zerstören, tödten, προσαπ όλλυτέ με, Eur. Hipp. 1374; Her. 1, 207, προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας, 6, 138; Plat. ὅταν καὶ τὰ ἀρχαῖα προσαπολλύωσι πρὸς οἷς ἐκτήσαντο, Gorg. 519 a; Folgde; προσαπολέσαι Pol. 1, 74, 3. – Pass. noch dazu, zugleich umkommen; Her. 6, 100; προσαπόλωλα Lys. in Eratosth. 14; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
προσαπόλλῡμι: καὶ -ύω, ἀπόλλυμι, καταστρέφω προσέτι, τινα Ἡρόδ. 2. 121, 2· προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας ὁ αὐτ. 138, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1374. ― Μέσ. καὶ παθ., καταστρέφομαι προσέτι ἢ μετ’ ἄλλων, ἵνα μὴ προσαπόλλωνται Ἡρόδ. 6. 100· τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Λυσί. 126. 5· ἐλοῖντ’ ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο Δημ. 1313. 4. ΙΙ. χάνω προσέτι, τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 9. 23· τὰ ἀρχαῖα πρ. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Πλάτ. Γοργ. 519Α, ἴδε προσαποβάλλω.
French (Bailly abrégé)
f. προσαπολέσω, ao. προσαπώλεσα, etc.
1 faire périr ou détruire en outre ou en même temps ; Pass. προσαπόλλυμαι, périr en outre;
2 perdre en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἀπόλλυμι.
Greek Monolingual
και προσαπολλύω Α
1. αφανίζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω κάποιον επί πλέον («ἔδοξέ σφι κτείνειν τοὺς παῑδας... προσαπολλύουσι δὲ σφεων καὶ τὰς μητέρας», Ηρόδ.)
2. χάνω κάτι ακόμη
3. (μέσ. και παθ.) προσαπόλλυμαι και προσαπολλύομαι
χάνομαι, αφανίζομαι επί πλέον ή μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀπόλλυμι / -ύω «καταστρέφω, σκοτώνω, χάνω»].
Greek Monotonic
προσαπόλλῡμι: και -ύω, μέλ. -ολέσω,
I. καταστρέφω επιπλέον ή επίσης, σε Ηρόδ., Ευρ. — Μέσ., αόρ. βʹ -ωλόμην, παρακ. -όλωλα· χάνομαι, καταστρέφομαι επιπλέον ή μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Δημ.
II. χάνω επιπλέον, τὴν ἀρχήν, σε Ηρόδ., Πλάτ.