Προμηθεύς
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
English (LSJ)
έως, Ion. έος, ὁ, Dor. Προμᾱθεύς,
A Prometheus, opp. Ἐπιμηθεύς (Forethought and Afterthought), Hes. Th.510, cf. A.Pr.85, Pl.Prt.320d, PHib.1.27.85 (iii B.C.), etc.; Προμαθέος Αἰδὼς [θυγάτηρ] Pi.O.7.44; = Summanus, Gloss.: pl. Προμηθεῖς, οἱ, of workers in clay, Luc.Prom.Es2. II as Appellat., αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως A.Pr.86: as Adj., προμᾱθεὺς ἀρχά provident rule (prob. προμᾱθίς), Id.Supp.700 (lyr.). III Pythag. name for unity, Theol.Ar.5: for nine, ib.57.
Greek (Liddell-Scott)
Προμηθεύς: έως, ὁ, Δωρ. Προμᾱθεύς, υἱὸς τοῦ Τιτᾶνος Ἰαπετοῦ καὶ τῆς Κλυμένης, Ἡσ. Θ. 510· ἀλλὰ τῆς Θέμιδος κατὰ τὸν Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 209· οὗτος εὗρε πολλὰς τέχνας, μάλιστα τὰς περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μετάλλων καὶ τοῦ πηλοῦ, ὅθεν λέγεται ὅτι ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον ἐκ πηλοῦ καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ ἔντεχνον πῦρ, ὅπερ ἔκλεψεν ἐκ τοῦ Ὀλύμπου· ἐντεῦθεν καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ (ἐκ τοῦ προμηθής, ὃ ἴδε), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀδελφόν του ὃς ἐκαλεῖτο Ἐπιμηθεύς. ― Τὰ στοιχεῖα τοῦ μύθου τοῦ Προμηθέως ὑπάρχουσιν ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 48, Θεογ. 510 κἑξ., πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 320D κἑξ.· ἡ δὲ ποινὴ ἣν ὁ Ζεὺς ἐπέβαλεν εἰς αὐτὸν διὰ τὴν πρὸς τὸν ἄνθρωπον εὔνοιάν του περιγράφεται ἐν τῷ Προμηθεῖ Δεσμώτῃ τοῦ Αἰσχύλου. ΙΙ. παρ’ Ἀττικ. πάντες οἱ τεχνῖται οἱ ἐργαζόμενοι τὸν πηλὸν ἐκαλοῦντο Προμηθέες, Hemst. εἰς Λουκ. Προμ. 2. ΙΙΙ. ὡς προσηγορ., αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως Αἰσχύλ. Πρ. 86· Αἰδὼς Προμηθέος [[[θυγάτηρ]]] Πινδ. Ο. 7. 81, ἔνθα ἴδε Böckh (44), πρβλ Meineke εἰς Εὐφορ. σ. 128· ― ὡς ἐπίθετ. προμᾱθεὺς ἀρχή, κυβέρνησις προνοητικὴ (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. χάριν τοῦ μέτρου προτείνει προμᾱθίς), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 700. ― Πρβλ. Ἐπιμηθεύς.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Prométhée, fils de Japet, frère d’Épiméthée, père de Deucalion.
Étymologie: προμηθεύς.
Greek Monotonic
Προμηθεύς: -έως, Ιων. -έος, ὁ, Δωρ. Προμᾱθεύς,
I. ο Προμηθέας, γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Θέμιδας, επινοητής πολλών τεχνών· λέγεται ότι έπλασε τον άνθρωπο από πηλό και του προσέφερε το ἔντεχνον πῦρ, αφού το έκλεψε από τον Όλυμπο· απ' όπου επίσης το όνομά του (από το προμηθής), αντίθ. προς τον απερίσκεπτο αδελφό του Επιμηθέα (Ἐπιμηθεύς)· προνοητικός, προσεκτικός, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. ως προσηγορικό, προνοητικός, σε Αισχύλ.