προσχώρησις
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A approach, v.l. for προχ- in Pl.Ti.40c (pl.). II surrendering, joining, Men.Prot.p.102D.
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, das Hinzu- od. Hinantreten, Plat. Tim. 40 d, v. l. προχώρησις, u. Folgde. ἡ, das Hinzu- od. Hinantreten, Plat. Tim. 40 d, v. l. προχώρησις, u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
προσχώρησις: ἡ, τὸ προσχωρεῖν, πλησιάζειν, Πλάτ. Τίμ. 40C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙ. παράδοσις, ὑποχώρησις, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’aller vers, approche.
Étymologie: προσχωρέω.
Greek Monotonic
προσχώρησις: ἡ, πορεία προς κάπου, προσέγγιση, σε Ξεν.