πυκιμηδής

From LSJ
Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠκῐμηδής Medium diacritics: πυκιμηδής Low diacritics: πυκιμηδής Capitals: ΠΥΚΙΜΗΔΗΣ
Transliteration A: pykimēdḗs Transliteration B: pykimēdēs Transliteration C: pykimidis Beta Code: pukimhdh/s

English (LSJ)

ές, (πύκα, μῆδος)

   A of close or cautious mind, shrewd, Od. 1.438: also written parox. πυκιμήδης, h.Cer.153, Q.S.7.189.

German (Pape)

[Seite 815] ές, oder -μήδης betont, bedachtsames Sinnes; Od. 1, 438; H. h. Cer. 153; vgl. Lob. Phryn. 671.

English (Autenrieth)

ές (μῆδος): deep-counselled, Od. 1.438†.

Greek Monolingual

-ές, και πυκιμήδης, -ίμηδες, Α
συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι- (βλ. λ. πυκνός) + -μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυ-μηδής].

Greek Monotonic

πῠκῐμηδής: -ές (πύκα, μῆδος), αυτός που έχει συνετό και συγκροτημένο νου, έξυπνος, σώφρων, σε Όμηρ.