προσάνειμι
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
(εἶμι
A ibo) go up to, Th.7.44, D.C.56.13; προσανιοῦσα πόλις a city lying on an ascent, Poll.9.20.
German (Pape)
[Seite 750] (s. εἶμι), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13.
Greek (Liddell-Scott)
προσάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἀνέρχομαι πρός..., Θουκ, 7. 44, Δίων Κ. 56. 13· ― προσανιοῦσα πόλις, προσαναβαίνουσα, κειμένη ἐπὶ ἀνωφερείας, Πολυδ. Θ΄ 20.
French (Bailly abrégé)
monter jusqu’à.
Étymologie: πρός, ἄνειμι².
Greek Monolingual
Α
1. ανέρχομαι, ανεβαίνω ακόμη πιο πολύ
2. φρ. «προσανιοῡσα πόλις» — πόλη που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε πλαγιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄνειμι «τραβώ προς τα πάνω, ανεβαίνω»].