στριβιλικίγξ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
Comic word, οὐδ' ἂν σ. not
A the least, not a fraction, Ar.Ach.1035: Sch. cites also στρίβος, a weak fine voice; comparing also λίκιγξ, a bird's voice.
German (Pape)
[Seite 954] nur Ar. Ach. 999, οὐδ' ἂν στριβ., auch nicht das Geringste, nach dem Schol. zusammengesetzt aus στρίβος u. λίκιγξ, welches Wort er durch ἡ ἐλαχίστη βοὴ τοῦ ὀρνέου erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
στρῐβῐλῐκίγξ: κωμικὴ λέξις, οὐδ’ ἂν στριβιλικίγξ, οὐδ’ ἐλάχιστον μέρος, οὐδὲ γρῦ, οὐδόλως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1035· ὁ Σχολ. ἐν τόπῳ μνημονεύει καὶ στρίβος, ἀσθενής, λεπτὴ φωνή· παραβάλλων καὶ τὸ λίκιγξ, φωνὴ πτηνοῦ.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans la locution οὐδ’ ἂν στριβιλικίγξ AR pas même un rien, pas un chouïa.
Étymologie: DELG invention pop. ou du poète.
Greek Monolingual
Α
(στον Αριστοφ.) (κωμική λ.) (κυρίως στη φρ.) «οὐ δ' ἄν στριβιλικίγξ» — ούτε ελάχιστο, καθόλου, τίποτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, σχηματισμένος πιθ. «ποιητικῇ ἀδείᾳ», όπως δηλώνουν το επίθημα -ιγξ (πρβλ. στρίγξ, λίκιγξ) και η ομοιοκαταληξία τών συλλαβών σε -ι].
Greek Monotonic
στρῐβῐλῐκίγξ: κωμική λέξη, οὐδ' ἄν στρῐβῐλῐκίγξ, ούτε κατ' ελάχιστον, ούτε γρυ, καθόλου, σε Αριστοφ.