συναπολογέομαι

From LSJ
Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπολογέομαι Medium diacritics: συναπολογέομαι Low diacritics: συναπολογέομαι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: synapologéomai Transliteration B: synapologeomai Transliteration C: synapologeomai Beta Code: sunapologe/omai

English (LSJ)

   A join in defending, D.24.157,159, Hyp.Lyc.Fr. 3, etc.; σ. τοῖς νόμοις Lex ap.D.24.23; μισθοῦ for hire, Lycurg.138; συναπελογεῖτο is prob. cj. for συνανελογεῖτο in Din.1.28.

German (Pape)

[Seite 1002] dep. med., sich mit, zugleich, zusammen vertheidigen, fut., Dem. 24, 157; auch eines Andern Vertheidigung führen, τοῖς νόμοις, der Gesetze, Dem. 24, 23; D. Hal. 7, 54.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολογέομαι: ἀποθ., ἀπὸ κοινοῦ ἀπολογοῦμαι, Δημ. 749. 9, 23, κτλ.· σ. τινα τοῖς νόμοις, παρὰ τῷ αὐτῷ 707. 15· μισθοῦ Λυκοῦργ. 167. 23.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 se justifier ou se défendre avec ou en même temps;
2 prendre la défense de qqn en même temps que de.
Étymologie: σύν, ἀπολογέομαι.

Greek Monotonic

συναπολογέομαι: αποθ., συμβάλλω στην υπεράσπιση, απολογούμαι, υπερασπίζομαι από κοινού, συνηγορώ, σε Δημ.