συνίζησις

From LSJ
Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνίζησις Medium diacritics: συνίζησις Low diacritics: συνίζησις Capitals: ΣΥΝΙΖΗΣΙΣ
Transliteration A: synízēsis Transliteration B: synizēsis Transliteration C: synizisis Beta Code: suni/zhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A subsidence, collapse, of the earth, ἐς τὰ κοῖλα Id.Mu.396a3 (but γῆ [ἐγένετο] κατὰ συνίζησιν (sc. τοῦ ὕδατος) Sch.Hes.Th.115); οἰκοδομημάτων Plu.Crass.2: metaph., Plot.2.2.1.    2 synizesis, melting of two vowels into one, without alteration of letters, as in πόλεως, μὴ οὐ, etc., EM735.36, Sch.Heph.2.1; but = συγκοπή, EM279.8.    3 compression of air, Hero Spir.Praef.

German (Pape)

[Seite 1025] ἡ, das Zusammensinken, -fallen, Plut. Crass. 2; der Bodensatz. – Bei den Gramm. das Zusammenziehen zweier Vocale in eine Sylbe.

Greek (Liddell-Scott)

συνίζησις: ἡ, κατακάθισμα, καταβύθισις, «βούλλιασμα», τῶν δὲ σεισμῶν οἱ μὲν συνιζήσεις ποιοῦντες εἰς τὰ κοῖλα, χασματίαι λέγονται Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 30· ἐπὶ οἰκοδομῶν, συνιζήσεις διὰ βάρος καὶ πλῆθος οἰκοδομημάτων Πλουτ. Κράσσ. 2. 2) γραμματ., συνεκφώνησις δύο φωνηέντων, Ἐτυμολ. Μέγ. 279, 8, Γραμμ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
affaissement.
Étymologie: συνίζω.

Greek Monotonic

συνίζησις: -εως, ἡ, καθίζηση, καταβύθιση, βούλιαγμα, σε Πλούτ.