Συρία
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
la Syrie.
Étymologie: Σύριος.
2ας (ἡ) :
Syria (Syros), une des Cyclades.
Étymologie: Babiniotis : du phén. Tyr.
English (Strong)
probably of Hebrew origin (צֹר); Syria (i.e. Tsyria or Tyre), a region of Asia: Syria.
English (Thayer)
Συρίας, ἡ, Syria; in the N. T. a region of Asia, bounded on the north by the Taurus and Amanus ranges, on the east by the Euphrates and Arabia, on the south by Palestine, and on the west by Phoenicia and the Mediterranean (cf. BB. DD. under the word <TOPIC:Syria>; Ryssel in Herzog edition 2, under the word Syrien; cf. also Ἀντιχεια, 1and Δαμασκός): Winer's Grammar, § 18,5a.)
Greek Monotonic
Συρία: Ιων. -ίη (ενν. γῆ), ἡ, Συρία, χώρα της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Συρία ἡ Παλαιστίνη, η περιοχή της Παλαιστίνης στον ίδ.· Κοίλη Συρία, η περιοχή ανάμεσα στον Λίβανο και στον Αντι-λίβανο, σε Στράβ.