σύγκωλος

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκωλος Medium diacritics: σύγκωλος Low diacritics: σύγκωλος Capitals: ΣΥΓΚΩΛΟΣ
Transliteration A: sýnkōlos Transliteration B: synkōlos Transliteration C: sygkolos Beta Code: su/gkwlos

English (LSJ)

ον,

   A with limbs set close together, σκέλη X.Cyn.5.30.

German (Pape)

[Seite 971] mit verbundenen, zusammensitzenden Gliedern, dicht an einander, Xen. Cyn. 5, 30.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκωλος: -ον, εὐπαγής, σκέλη Ξεν. Κυν. 5. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les pattes de devant sont rapprochées en parl. d’un lièvre.
Étymologie: σύν, κῶλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τα άκρα του στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κωλος (< κῶλον «μέλος του σώματος, άκρο»)].

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τα άκρα του στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κωλος (< κῶλον «μέλος του σώματος, άκρο»)].

Greek Monotonic

σύγκωλος: -ον (κῶλον), αυτός που τα μέλη του είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, συμπαγής στη διάπλαση του σώματος, σε Ξεν.