τακτός

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τακτός Medium diacritics: τακτός Low diacritics: τακτός Capitals: ΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: taktós Transliteration B: taktos Transliteration C: taktos Beta Code: takto/s

English (LSJ)

ή, όν, (τάσσω)

   A ordered, prescribed, τακτόν τι παρὰ τοῦ Κύρου παραγγέλλων X.Cyr.8.3.28; τ. ἀργύριον a fixed or stated sum, Th.4.65; τ. χρήματα Pl.Lg.746a; σῖτος τ. a fixed quantity of corn, Th.4.16; τ. τροφὴν λαμβάνειν Pl.Lg.909c, cf. Alex.141.6; δίκαι τ. fixed penalties, Pl.Lg.632b; ἐκφόριον τ. a fixed rent, PPetr.3p.250 (iii B.C.); τ. ὁδός a prescribed way, D.23.72; ἐν τ. ἡμέραις βουλεύεσθαι Aeschin.2.109; ἐπὶ τὰ τ. ἔτη πέντε POxy.101.10 (ii A.D.); κατά τινας χρόνους τ. Arist.HA599b4. Adv. τακτῶς v.l. in Plot.3.1.2.

German (Pape)

[Seite 1064] adj. verb. von τάσσω, geordnet, angeordnet, festgesetzt, ἀργύριον Thuc. 4, 65; bestimmt, befehligt, Plat. τακτὴν ὑπὸ τῶν νομοφυλάκων αὐτοὺς τροφἡν παρὰ τῶν οἰκετῶν λαμβάνειν, Plat. Legg. X, 909 c; δίκας τακτὰς ἐπιτιθέναι, I, 632 b.

Greek (Liddell-Scott)

τακτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τάσσω, διατεταγμένος, προδιαγεγραμμένος, τακτόν τι παρὰ τοῦ Κύρου παραγγέλλων Ξεν. Κύρ 8. 3, 28· τ. ἀργύριον, ὡρισμένον ποσὸν χρημάτων, Θουκ. 4. 65· τ. χρήματα Πλάτ. Νόμ. 476Α· σῖτος τ., ὡρισμένη ποσότης σίτου, Θουκ. 4. 16· τακτὴν τροφὴν λαμβάνειν Πλάτ. Νόμ. 909C· δίκαι τ., ὡρισμένοι ποιναί, αὐτόθι 632Β· τ. ὁδός, προδιαγραφεῖσα ὁδός, Δημ. 643 κτλ.· ἐν τακταῖς ἡμέραις βουλεύεσσαι Αἰσχίνης 42. 28· κατά τινας χρόνους τακτοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 réglé, fixé, déterminé;
2 ordonné, commandé : παρά τινος de la part de qqn.
Étymologie: adj. verb. de τάσσω.

English (Strong)

from τάσσω; arranged, i.e. appointed or stated: set.

English (Thayer)

τακτῇ, τακτόν (τάσσω), from Thucydides (4,65) down, ordered, arranged, fixed, stated: τακτῇ ἡμέρα (Polybius 3,34, 9; Dionysius Halicarnassus 2,74), A. V. set).

Greek Monolingual

ή, -ό / τακτός, -ή, -όν, ΝΑ τάσσω
ο εκ τών προτέρων καθορισμένος, προδιαγεγραμμένος, προκαθορισμένος (α. «τακτή ημερομηνία» β. «ανά τακτά χρονικά διαστήματα» γ. «ἐν τακταῑς ἡμέραις βουλεύεσθαι», Αισχίν.)
αρχ.
φρ. α) «τακτὸν ἀργύριον» ή «τακτὰ χρήματα» — καθορισμένο χρηματικό ποσό
β) «τακτὴ τροφή» — καθορισμένη ποσότητα τροφής (Πλάτ.)
γ) «τακτὴ ὁδός» — προδιαγεγραμμένη οδός (Δημοσθ.)
δ) «σῑτος τακτός» — καθορισμένη ποσότητα σιταριού (Θουκ.)
ε) «τακτὸν ἐκφόριον» — προκαθορισμένο μίσθωμα πάπ.
στ) «τακταὶ δίκαι» — καθορισμένες ποινές (Πλάτ.).
επίρρ...
τακτῶς Α
με εκ τών προτέρων διακανονισμό, προκαθορισμένα.

Greek Monotonic

τακτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τάσσω, διατεταγμένος, προδιαγεγραμμένος, τακτὸν ἀργύριον, ορισμένο ποσό χρημάτων, σε Θουκ.· σῖτος τακτός, ορισμένη ποσότητα σιταριού, στον ίδ.· τακτὴ ὁδός, προκαθορισμένη οδός, σε Δημ.