ὠμόδροπος
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ον,
A plucked unripe, νόμιμα ὠ., prop. the right of plucking the fresh fruit, metaph. for the rights of the marriage-bed, the husband's rights, A.Th.333(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόδροπος: -ον, ὁ ληφθείς, συλλεχθεὶς ἄωρος, νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, πρὸ τῆς κατὰ νόμων διαπαρθενεύσεως, δηλ. πρὸ τοῦ γάμου ὅστις δρέπει τὰ πρῶτα νεαρὰ ἄνθη τῆς παρθενίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 333.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cueilli encore vert, càd avant l’âge en parl. de la virginité.
Étymologie: ὠμός, δρέπω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει κοπεί πρόωρα, ὠμότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό-δροπος].
Greek Monotonic
ὠμόδροπος: ον (δρέπω), αυτός που συλλέγεται πριν ωριμάσει· νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, λέγεται για εκείνον που δρέπει τα πρώτα νεαρά άνθη της παρθενίας πριν το γάμο, σε Αισχύλ.