χαριτώπης
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὤψ)
A graceful of aspect, Orph.H.17.5: fem. χαριτῶπις, ιδος, IG3.1376.
German (Pape)
[Seite 1339] ὁ, von anmuthigem, reizendem Blick, holdblickend, Orph. H. 16, 5.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριτώπης: -ου, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν πλήρη χάριτος, Ὀρφ. Ὕμν 16. 5· θηλ. χαριτῶπις, ιδος, Ἀνθ. Παλατ. παράρτημ. 209.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
à l’air gracieux.
Étymologie: χάρις, ὤψ.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. χαριτῶπις, -ώπιδος, Α
χαριτόμορφος, χαριτοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -ώπης (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. γλαυκ-ώπης / -ῶπις].
Greek Monotonic
χαρῐτώπης: -ου, ὁ, θηλ. χαριτῶπις, -ιδος (ὤψ), ευχάριστος στην όψη, χαριτωμένος, σε Ανθ.