γωλεός

From LSJ
Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γωλεός Medium diacritics: γωλεός Low diacritics: γωλεός Capitals: ΓΩΛΕΟΣ
Transliteration A: gōleós Transliteration B: gōleos Transliteration C: goleos Beta Code: gwleo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A a hole, Arist.HA603a6 (v.l. φωλεός);

German (Pape)

[Seite 512] ὁ, plur. auch τὰ γωλεά, Nic. Th. 125; γωλειά Lycophr. 376, wie Nic. Th. 351; Schlupfwinkel, bes. Lager des Wildes, Arist. H. A. 8, 20.

Greek (Liddell-Scott)

γωλεός: ὁ, ὀπή, σπήλαιον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 20, 4 (διάφ. γραφ. φωλεός)· ἑτερογ. πληθ. γωλε ὰ Νίκ. Θ. 125· γωλειὰ Λυκόφρ. 376.

Greek Monolingual

γωλεός, ο (Α)
τρύπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το γωλεός συνδέεται με τα λιθ. guōlis, λεττ. guol’a «κατάλυμα, κρησφύγετο, φωλιά», ενώ αμφισβητείται η αναγωγή στη ρίζα geu- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» (πρβλ. γύαλον). Εξάλλου δεν έχει προσδιοριστεί με σαφήνεια αν και κατά πόσο το αντίστοιχο μορφολογικά και σημασιολογικά φωλεόςκρύπτη, καταφύγιο ζώων») έχει επηρεάσει αναλογικά τη λέξη].

Russian (Dvoretsky)

γωλεός: ὁ яма, нора Arst.