ἀκρατίζομαι

From LSJ
Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾱτίζομαι Medium diacritics: ἀκρατίζομαι Low diacritics: ακρατίζομαι Capitals: ΑΚΡΑΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: akratízomai Transliteration B: akratizomai Transliteration C: akratizomai Beta Code: a)krati/zomai

English (LSJ)

(ἄκρᾱτος)

   A drink neat wine; hence, breakfast, because this consisted of bread dipped in wine (Ath.1.11c sq.), Ar.Pl. 295, ubi v. Sch., Canthar.8: c. acc., ἀ. κοκκύμηλα to breakfast on plums, Ar.Fr.607; μικρόν Aristomen.14: metaph., c. gen., ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας Ph.2.166:—later in Act. -ίζω, fut. -ιῶ, entertain at breakfast, τοὺς ἐφήβους Inscr.Prien.113.41: metaph., ποτιζέτω καὶ ἀκρατιζέτω ψυχάς Ph.1.103.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾰτίζομαι: μέλλ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.: (ἄκρᾱτος) = πίνω ἄκρατον, ἀμιγῆ οἶνον (merum): ἐντεῦθεν, προγευματίζω, καθ’ ὅσον τὸ πρόγευμα συνίστατο ἐκ τεμαχίου ἄρτου βεβαπτισμένου εἰς ἄκρατον οἶνον, (Ἀθήν. 11C, κἑξ.), Ἀριστοφ. Πλ. 295, ἔνθα ἴδε Σχολ., Κάνθαρ. Ἄδηλ. 1: - μετ’ αἰτ., ἀκρ. κοκκύμηλα, προγευματίζω μὲ δαμάσκηνα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 505α· μικρόν, Ἀριστομ. Ἄδηλ. 1: - μεταφ. μ. γεν. ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας, Φίλων 2. 166.

French (Bailly abrégé)

1 boire du vin pur ; déjeuner (le petit-déjeuner consistant d’ordinaire en pain trempé dans du vin pur);
2 prendre, en guise de vin pur, une ration de, gén..
Étymologie: ἄκρατος.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ἀκρατίζω Gloss.2.223, act. fut. -ιῶ IPr.113.41 (I a.C.), part. perf. ἠκρατικώς Didyma 2.286 (II d.C.)]
1 desayunar Ar.Pl.295, con pan y vino puro Canthar.10
c. ac. κοκκύμηλα tomar ciruelas para desayunar Ar.Fr.621, μικρόν Aristomen.14
fig. c. gen. ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας Ph.2.166.
2 v. act. invitar a beber vino puro c. ac. fig. ἀκρατιζέτω ψυχὰς ἵνα κατάσχετοι γένωνται θείᾳ μέθη Ph.1.103
invitar a un desayuno o almuerzo, agasajar con una colación de mañana, a base de pan empapado en vino τούς τε ἐλευθέρους παῖδας καὶ τοὺς ἐφήβους IPr.l.c., ἠκρατικὼς ἐν τῇ ἀγωνοθεσίᾳ τὴν πόλιν Didyma l.c.
3 beber vino puro Sud.

Greek Monotonic

ἀκρᾱτίζομαι: μέλ. -ῐοῦμαι, αποθ.· (ἄκρᾱτοςπίνω κρασί που δεν έχει αναμιχθεί με νερό, πίνω καθαρό, άκρατο οίνο· απ' όπου, προγευματίζω, διότι το πρόγευμα αποτελούνταν από ψωμί βουτηγμένο σε άκρατο οίνο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρᾱτίζομαι: 1) пить неразбавленное вино, т. е. завтракать (завтрак обычно состоял из хлеба, смоченного в чистом вине): ἀ. τι Arph. завтракать чем-л.;
2) предаваться распутству Arph.