μαρίλη

From LSJ
Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰρῑλη Medium diacritics: μαρίλη Low diacritics: μαρίλη Capitals: ΜΑΡΙΛΗ
Transliteration A: marílē Transliteration B: marilē Transliteration C: marili Beta Code: mari/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A embers of charcoal, coal-dust (= ἡ ἐξ ἀνθράκων τέφρα Sch.Ar.Ach.349; = ἀμαυρὸν πῦρ, ὁ χνοῦς καὶ τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, Suid.), Hippon.59, Cratin.257, Com.Adesp.443; μ. ἀνθράκων Hippon.71, cf.Ar.Ach.350: distd. from ἄνθρακες (charcoal) and σποδιή (ashes) by Hp.Mul.2.133; hot embers, Ruf. ap. Orib.4.2.20; λεπτῆς μ. Arist.Pr.967b5; χαλκεὺς γέμων κάπνου καὶ μαρίλης Jul.Or.7.233b: hence, ὦ Μᾰρῑλάδη O son of Coaldust! comic name of an Acharnian collier, Ar.Ach.609.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰρίλη: ἢ μαρίλα [ῑ], ἡ, (ἴσως ἐκ τοῦ μαίρω, μαρμαίρω): - ἡ μὴ καεῖσα κόνις τῶν ἀνθράκων, τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, (ὁ χνοῦς τῶν ἀνθράκων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 350), Κρατῖν., ἐν «Ὥραις» 9· μ. ἀνθράκων Ἱππῶν. 62, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθράκων καὶ τῆς σποδίς (στάκτης, τέφρας) ὑπὸ τοῦ Ἱππ. 648. 55· λεπτῆς μ. Ἀριστ. Προβλ. 38. 8· - ἐντεῦθεν, ὧ Μᾰρῑλάδη, κωμ. ὄνομα ἀνθρακέως ἐξ Ἀχαρνῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 609.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
petit charbon, braise ; cendre brûlante.
Étymologie: DELG μαρμαίρω.
Par. σποδός, ἄνθραξ.

Greek Monolingual

η (Α μαρίλη και μαρίλα)
1. τέφρα, στάχτη η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται
2. λεπτή σκόνη από κάρβουνο, καρβουνόσκονη
νεοελλ.
λεπτή σκόνη από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πυρίτιδας
αρχ.
διάπυρη τέφρα, χόβολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις μαρίλη και μαριεύς πιθ. έχουν παραχθεί από το θ. του μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. μαρίλη, που διορθώθηκε σε μαρείνη, συνδέεται με το ρ. μαραίνω.

Greek Monotonic

μᾰρίλη: [ῑ], ἡ, θράκα με ξυλοκάρβουνα, σε Αριστοφ.· απ' όπου, ὦΜᾰρῑλάδη, ω γιε της Καρβουνόσκονης! κωμικό όνομα ενός ανθρακωρύχου από τις Αχαρνές, στον ίδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

μᾰρίλη: (ῑ) ἡ тлеющие уголья, жар Arph., Arst.