κιμβεία
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ἡ,
A stinginess, Arist.VV 1251b5, Hsch. (where for σκιφία read σκνιφία):—prob. f.l. for κιμβ-ικεία or κιμβ-ικία, cf. Phot. and Suid. s.v. κίμβικα, Arist. l. c. ap.Stob.3.1.194.
German (Pape)
[Seite 1438] ἡ, = κιμβικεία, bei Arist. de virt. et vit. z. E. neben αἰσχροκερδία u. φειδωλία genannt, von kleinlicher Knauserigkeit.
Greek (Liddell-Scott)
κιμβεία: ἡ, φειδωλία, φιλαργυρία, μικρολογία, γλισχρότης, Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 3· ὁ ἀνάλογος τύπος θὰ ἦτο κιμβικεία (καὶ τοῦτον πιθανῶς ἐνόουν ὁ Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. κίμβικα) ἢ κιμβικία, (κατὰ τὸ Λεξικὸν Seguer., ἔνθα ἀντὶ σφηκία ἀνάγνωθι σκνιφία).
Greek Monolingual
κιμβεία, ἡ (Α)
η τσιγγουνιά, η φιλαργυρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιμβ- (του κίμβιξ) + επίθημα -εία (πρβλ. ανδρ-εία, υγι-εία)].
Russian (Dvoretsky)
κιμβεία: ἡ болезненная скупость, скаредность, жадность Arst.