λαβίς
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = λαβή, handle, Gal.2.704; hilt, LXX Jd.3.22, EM594.9. II Act., holder, i.e. 1 forceps, Hp.Steril.244, Hermes38.282 (cod. Laur.), Apollon. ap.Gal.12.659. 2 clamp, clasp, Plb.6.23.11; λ. σιδηραῖ Inscr.Délos 442 B 168 (ii B. C.). 3 tongs or snuffers to trim lamps, LXX Ex.38.17 (37.23), Nu.4.9, v.l. in J.AJ8.3.7. 4 = πυράγρα, Cyr.
German (Pape)
[Seite 1] ίδος, ἡ, eigtl. dim. zu λαβή, in derselben Bedeutung, Erkl. von κώπη, bei Schol. Il. 1, 219; übh. Werkzeug zum Festhalten, Schnalle, Haken u. dergl., πυκναῖς λαβίσι καταπερονᾶν, Pol. 6, 23, 11 u. a. Sp.; Griff, Mel. 48 (V, 208).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰβίς: -ίδος, ἡ, = λαβή, «χεροῦλι», Γαλην. 2. 704· λαβὴ ξίφους, Ἐτυμολ. Μέγ. 594. 9. ΙΙ. ἐνεργ., πρᾶγμά τι ὅπερ κρατεῖ, πιάνει δηλ., 1) ἐμβρυουλκός, Ἱππ. 687. 7. 2) περόνη, πόρπη, Πολύβ. 6. 23, 11. 3) ψαλὶς πρὸς καθαρισμὸν τῶν λύχνων καὶ λαμπάδων, κηροψαλίδιον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΖ΄, 23, Ἀριθμ. Δ΄, 9).
Greek Monolingual
λαβίς, -ίδος, ἡ (AM)
βλ. λαβίδα.
Russian (Dvoretsky)
λᾰβίς: ίδος (ῐδ) ἡ застежка, пряжка Polyb.