ὑομουσία

From LSJ
Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑομουσία Medium diacritics: ὑομουσία Low diacritics: υομουσία Capitals: ΥΟΜΟΥΣΙΑ
Transliteration A: hyomousía Transliteration B: hyomousia Transliteration C: yomousia Beta Code: u(omousi/a

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A swine's music, swinish taste in music, Ar.Eq.986(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1179] ἡ, Saumusik oder Saugesang, Ar. Equ. 981.

Greek (Liddell-Scott)

ὑομουσία: ἡ, χοιρομουσική, χοιρίνη πρὸς μουσικὴν διάθεσις, «χοιρῳδία, ἀπαιδευσία» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 986.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
éducation de porc.
Étymologie: ὗς, μοῦσα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -μουσία (< -μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο-μουσία].

Greek Monotonic

ὑομουσία: [ῠ], ἡ, χοιρομουσική, πρόστυχο γούστο στη μουσική, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑομουσία: ἡ ирон. свиной (художественный) вкус Arph.