τρυμαλιά

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡμᾰλιά Medium diacritics: τρυμαλιά Low diacritics: τρυμαλιά Capitals: ΤΡΥΜΑΛΙΑ
Transliteration A: trymaliá Transliteration B: trymalia Transliteration C: trymalia Beta Code: trumalia/

English (LSJ)

ἡ,

   A = τρύμη, hole, Sotad. 1 (sens. obsc.), LXXJe.13.4, al.; ἡ τ. τῆς ῥαφίδος the eye of the needle, Ev.Marc.10.25; βελόνης Maria ap.Zos.Alch.p.238 B.; mesh, Aesop.26.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡμᾰλιά: ἡ, (τρύω) τρύμη. ὀπή, Σωτάδ. παρ’ Ἀθην. 621Α, Ἑβδ. (Ἱερ. ΙΓ΄, 4, κ. ἀλλ.)· ἡ τρ. τῆς ῥαφίδος, ἡ ὀπὴ τῆς βελόνης (πρβλ. τρύπημα), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 25, πρβλ. κ. Λουκ. ιη΄, 25.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
= τρύμη (sens obscène).

English (Strong)

from a derivative of truo (to wear away; akin to the base of τραῦμα, τρίβος and τρώγω); an orifice, i.e. needle's eye: eye. Compare τρύπημα.

English (Thayer)

τρυμαλιᾶς, ἡ (equivalent to τρυμα, or τρύμη, from τρύω to wear away, perforate), a hole (eye of a needle): R G in Sotades in Plutarch, mor., p. 11a. (i. e., de educ. puer. § 14); Geoponica.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρυμαλιή Α
(στην αρχ. με τη λ. ῥαφίς) η οπή της βελόνας
αρχ.
οπή, τρύπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύμη / τρῦμα (για τον σχηματισμό της λ. βλ. λ. αρμαλιά)].

Greek Monotonic

τρῡμᾰλιά: ἡ (τρύω) = τρύμη, τρύπα, οπή, ἡ τρυμαλιὰ τῆς ῥαφίδος, οπή βελόνας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

τρῡμᾰλιά: и τρῡμαλιή ἡ NT, Plut. = τρύπη.