δελτογράφος

From LSJ
Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελτογράφος Medium diacritics: δελτογράφος Low diacritics: δελτογράφος Capitals: ΔΕΛΤΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: deltográphos Transliteration B: deltographos Transliteration C: deltografos Beta Code: deltogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A writing on a tablet, recording, δελτογράφῳ δὲ πάντ' ἐπωπᾷ φρενί A.Eu.275.

German (Pape)

[Seite 544] in die Schreibtafel schreibend; übertr., φρήν, eingedenk, Aesch. Eum. 272.

Greek (Liddell-Scott)

δελτογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἐπὶ πίνακος, σημειῶν, δελτογράφῳ δὲ πάντ’ ἐπωπᾷ φρενὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 275.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui écrit sur des tablettes, càd qui prend note de ; qui se souvient.
Étymologie: δέλτος, γράφω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
que inscribe o registra en una tablilla fig. δελτογράφῳ δὲ πάντ' ἐπωπᾷ φρενί todo lo ve con su mente que registra e.e. lo conoce y recuerda todo A.Eu.275.

Greek Monolingual

δελτογράφος, ο (Α)
αυτός που καταγράφει κάτι σε δέλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + -γράφος].

Greek Monotonic

δελτογράφος: [ᾰ], -ον (γράφω), αυτός που γράφει πάνω σε πίνακα ή πινακίδα, αυτός που σημειώνει, καταγράφει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δελτογράφος: досл. записывающий на дощечку, перен. памятливый (φρήν Aesch.).