παράληψις

From LSJ
Revision as of 08:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράληψις Medium diacritics: παράληψις Low diacritics: παράληψις Capitals: ΠΑΡΑΛΗΨΙΣ
Transliteration A: parálēpsis Transliteration B: paralēpsis Transliteration C: paralipsis Beta Code: para/lhyis

English (LSJ)

later παραλήρ-λημψις, εως, ἡ,

   A receiving from another, succession to, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Plb.2.3.1 ; τῆς βασιλείας OGI90.45 (Rosetta, ii B. C.), Phld.Piet.94, D.S.15.95 ; τῆς οὐσίας Ath.5.218c ; τῶν πόλεων D.C.36.18 ; opp. παράδοσις, SIG880.71 (Pizus, iii A. D.): Astrol., taking over, [τῆς χρονοκρατορίας] Vett. Val.168.18 (pl.): generally, receiving, τὴν παρὰ τῶν μελιττῶν τοῦ καρποῦ π. Porph.Abst.2.13.    b receipt of dues, customs, etc., ἡ π. τῶν ἐκφορίων PAmh.2.35.15 (ii B. C.); ἐλαίου Sammelb.4425 vii7 (ii A. D.).    c appropriation, filching, Plb.2.46.2.    2 μετὰ θείας π. with a calling in of, appeal to the gods, Arist. Rh.Al.1432a33.    3 tradition, doctrine, τεχνική τις π. Arr.Epict.2.11.2 ; ἑκάστου σχήματος π. Iamb.VP5.22.    4 use, employment, τῶν δεινοτάτων θυμάτων Porph.Abst.2.7 ; καθαρμῶν Hierocl. in CA26p.478M.; ἀμφορέων Porph.Antr.3 : Medic., application, ἀλειμμάτων Alex. Trall.1.15, cf. Archig. ap. Aët. 12.1. Cf. παράλαμψις.

German (Pape)

[Seite 487] ἡ, Uebernahme, Annahme; ἀρχῆς, Pol. 2, 3, 1; βασιλείας, D. Sic. 15, 95; das Einnehmen einer Stadt, Pol. 2, 46, 2 u. Sp. – Das Annehmen des Ueberlieferten, die Lehre, Arr. Epict. 2, 11, 2.

Greek (Liddell-Scott)

παράληψις: ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ ἅλωσις πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) μετὰ θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) μάθησις, διδασκαλία, Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de prendre en main, de recueillir, gén.;
2 prise d’une ville;
3 enseignement, doctrine, leçon.
Étymologie: παραλαμβάνω.

Greek Monotonic

παράληψις: ἡ (παραλαμβάνω
1. λήψη από άλλον, διαδοχή, τῆς ἀρχῆς, σε Πολύβ.
2. άλωση, κατάληψη πόλης, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παράληψις: εως ἡ1) принятие или наследование (τῆς βασιλείας Diod.; τῆς ἀρχῆς Polyb.);
2) захват, взятие (sc. τῆς πόλεως Polyb.);
3) призыв: θεία π. призыв к богам.