κυνίζω

From LSJ
Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνίζω Medium diacritics: κυνίζω Low diacritics: κυνίζω Capitals: ΚΥΝΙΖΩ
Transliteration A: kynízō Transliteration B: kynizō Transliteration C: kynizo Beta Code: kuni/zw

English (LSJ)

fut.

   A κυνιῶ Stoic.3.162, Apollod.ib.261:— play the dog: metaph., live like a Cynic, Il.cc., Arr.Epict.3.22.1, Luc. Peregr.43, Ath. 13.588f, Jul.Or.6.182a.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνίζω: φέρομαι ὡς κύων· μεταφ., ζῶ κυνικῶς, ἀνήκω εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 7. 121, Λουκ. Περεγρ. 43, Ἀθήν. 588F, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 1· ― ῥημ. ἐπίθ., κυνιστέον, δεῖ κυνίζειν, Ἰουλιαν. σ. 204.

French (Bailly abrégé)

f. att. κυνιῶ;
vivre en chien, en philosophe cynique.
Étymologie: κύων.

Greek Monolingual

κυνίζω (Α) κύων
ασπάζομαι τη θεωρία τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν («τὸ μειράκιον τὸ ὡραῑον, ὅ ἔπεισε κυνίζειν», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κῠνίζω: (κύων), κάνω τον σκύλο· μεταφ., ζω όπως ένας Κυνικός φιλόσοφος, όπως κάποιος που ανήκει στην κάστα του, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κυνίζω: жить или держать себя как киник Luc., Diog. L.