ἐϋμμελίης
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
English (LSJ)
ὁ, (εὖ, μελία)
A armed with good ashen spear, ἐϋμμελίω (Ion. gen.) Πριάμοιο Il.4.47, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης 17.9, cf. Od. 3.400, Hes.Sc.368, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία APl.1.6.
German (Pape)
[Seite 1081] ὁ (μελία), gen. ἐϋμμελίω u. ἐϋμμελίεω, ep. = εὐμελίας, das sich nur bei Gramm. findet, mit einer (eschenen) Lanze wohl versehen, Priamus, Il. 4, 47, u. sonst Beiwort der Helden; Hes. Sc. 368; Ap. Rh. 1, 96; ἐϋμμελία Δαματρίου Ep. ad. 163 (Plan. 6).
Greek (Liddell-Scott)
ἐϋμμελίης: ὁ, (εὖ μελία), ὡπλισμένος διὰ καλοῦ δόρατος, ἐκ μελίας, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Πριάμου, ἐϋμμελίω Πριάμοιο (ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἐϋμμελίεω), «τοῦ εὖ ποτε τῇ μελίᾳ χρησαμένου, πολεμικοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 47, 165, Ζ. 449· τοῦ Εὐφόρβου, Πανθόου υἱὸς ἐϋμμελίης Ρ. 9· υἱὸν ἐϋμμελίην αὐτόθι 59· υἷες ἐϋμμελίαι αὐτόθι 23· τῶν ἡρώων, Ὀδ. Γ. 400, Ἡσίοδ., κλ.· Δωρ. γεν. ἐϋμμελία Ἀνθ. Πλαν. 1. 6.
French (Bailly abrégé)
gén. ίω;
adj. m.
à la forte lance.
Étymologie: εὖ, μελία.
Greek Monolingual
ἐϋμμελίης, ὁ, ιων. γεν. ἐϋμμελίω, δωρ. γεν. ἐϋμμελία (Α)
οπλισμένος με καλό δόρυ από μελία, ικανός ακοντιστής, καλός πολεμιστής («Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εΰς + μελία «δόρυ από ξύλο μελιάς»].
Greek Monotonic
ἐϋμμελίης: ὁ (εὖ, μελία), Επικ. αντί εὐ-μελίης, οπλισμένος, ένοπλος με καλό δόρυ από ξύλο φλαμουριάς, σε Όμηρ.· ἐϋμμελίω, Επικ. γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐϋμμελίης: вооруженный крепким ясеневым копьем (Πρίαμος Hom.; Κύκνος Hes.).