μυχθισμός

From LSJ
Revision as of 08:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχθισμός Medium diacritics: μυχθισμός Low diacritics: μυχθισμός Capitals: ΜΥΧΘΙΣΜΟΣ
Transliteration A: mychthismós Transliteration B: mychthismos Transliteration C: mychthismos Beta Code: muxqismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A snorting, Hp.Coac.509; νεκρῶν E.Rh.789.    II mocking, jeering, Aq.Ps.122(123).4.

German (Pape)

[Seite 224] ὁ, Röcheln, Stöhnen, κλύω μυχθισμῶν νεκρῶν, Eur. Rhes. 789, Hesych. erkl. στέναγμός.

Greek (Liddell-Scott)

μυχθισμός: ὁ, φύσημα διὰ τῆς ῥινός, γογγυσμός, Ἱππ. 203Α, Εὐρ. Ρῆσ. 789. ΙΙ. μυκτηρισμός, σκῶμμα, περίγελως, Ἀκύλ. εἰς Ψαλμ. 422. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
grondement, murmure.
Étymologie: μυχθίζω.

Greek Monolingual

μυχθισμός, ὁ (Α) μυχθίζω
1. εκπνοή από τη μύτη με γογγυσμό, στεναγμός, βόγγος
2. μυκτηρισμός, σκώμμα, περιγέλασμα.

Greek Monotonic

μυχθισμός: ὁ, φύσημα της μύτης, αναστεναγμός (μεταφ. χλεύη), σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μυχθισμός: ὁ хрипение, стон (νεκρῶν Eur.).