ὑποχαροπός

From LSJ
Revision as of 09:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχᾰροπός Medium diacritics: ὑποχαροπός Low diacritics: υποχαροπός Capitals: ΥΠΟΧΑΡΟΠΟΣ
Transliteration A: hypocharopós Transliteration B: hypocharopos Transliteration C: ypocharopos Beta Code: u(poxaropo/s

English (LSJ)

όν,

   A rather blue-eyed, X.Cyn.5.23 (v.l.), Dicaearch. Hist. 10, Ptol.Tetr.144; also ὑποχάροψ, PTeb.816i 14 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχᾰροπός: -όν, κἄπως χαροπός, Ξεν. Κυνηγ. 5. 23, Δικαίαρχ. παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 20.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
légèrement azuré.
Étymologie: ὑπό, χαροπός.

Greek Monolingual

-όν, και ὑποχάροπος, -ον, αρσ. και θηλ. και ὑποχάροψ, Α
ο λίγο γλαυκός, γαλανός («καὶ τὰ ὄμματα οἱ μὲν ὑποχαροποὶ οἱ δ' ὑπόγλαυκοι», Ξεν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαροπός / χάροψ «γλαυκός»].

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. ὑποχαροπός.

Greek Monotonic

ὑποχᾰροπός: -όν, κάπως σπιρτόζος, έξυπνος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχᾰροπός: довольно светлый, сероватый или зеленоватый (ὄμματα Xen.).