ἀέλιος
English (LSJ)
ὁ, Dor. for ἠέλιος, ἥλιος. [ᾱ, but ᾰ S.Tr.835.]
German (Pape)
[Seite 41] dor. für ἥλιος, ἠέλιος, das α ist kurz gebraucht Soph. Tr. 832; Eur. Med. 1251, wenn das Wort nicht hier mit Böckh dreisylbig zu nehmen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀέλιος: ὁ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἠέλιος, ἥλιος [ᾱ, ἀλλὰ θεωρεῖται βραχ. ἐν Σοφ. Τρ. 835, Εὐρ. Μήδ. 1252, Ἴων 122].
English (Slater)
ἀέλιος, ἅλιος (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, ἅλιον, ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.)
a sun μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον. (O. 1.5) ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) (O. 3.24) “σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” (P. 4.144) αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν (N. 7.73) ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε μήσεαι, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον; (Pae. 9.1) ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπω[ς (Pae. 12.14) τοῖσι μὲν λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω Θρ. 7. 1.
b sunshine ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις ἅλιον ἔχοντες sc. those who live in the islands of the blessed. (O. 2.62) εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο (N. 4.13) ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν i. e. to the upper world fr. 133. 2.
c day Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ (v. l. τ' ἀλίῳ.) (O. 13.37)
d frag. ]ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.
e pro pers., Helios, the Sun god τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου (O. 7.58) Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Aietes.) (P. 4.241) μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία (Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) (I. 5.1) fig. ἁμέραν παῖδ ἀελίου (v. l. ἁλίου Π.) (O. 2.32) test. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις τῶν Παρθενείων ὅτι τῶν ἐραστῶν οἱ μὲν ἄνδρες εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104.
Greek Monotonic
ἀέλιος: ὁ, Δωρ. αντί ἠέλιος, ἥλιος (ᾱ, αλλά θεωρείται βραχύχρονο σε Σοφ., Ευρ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀέλιος: (ᾱ и ᾰ) ὁ дор. = ἥλιος.