παρασπιστής

From LSJ
Revision as of 09:23, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασπιστής Medium diacritics: παρασπιστής Low diacritics: παρασπιστής Capitals: ΠΑΡΑΣΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: paraspistḗs Transliteration B: paraspistēs Transliteration C: paraspistis Beta Code: paraspisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A shield-bearer, companion in arms, E.El.886, Ph. 1165, Cyc.6.

German (Pape)

[Seite 499] ὁ, Schildträger, Waffenträger, τινί, Aesch. frg. 305; Eur. Cycl. 6 Phoen. 1172 u. öfter; u. in späterer Prosa, wie D. Hal. 1, 13; die VLL. erkl. ὁ παρεστὼς ὁπλίτης.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπιστής: -οῦ, ὁ, ἀσπιδοφόρος, ὁπλοφόρος, ἢ μᾶλλονσύντροφος ἐν ὅπλοις, Εὐρ. Ἠλ. 886, Φοίν. 1165, Κύκλ. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se tient auprès, le bouclier à la main, d’où compagnon d’armes.
Étymologie: παρασπίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρασπίζω
1. ασπιδοφόρος, οπλοφόρος που μάχεται κοντά σε άλλον
2. ο σύντροφος στη μάχη, συμμαχητής, συμπολεμιστής.

Greek Monotonic

παρασπιστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος στα όπλα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παρασπιστής: οῦ ὁ боевой помощник, соратник Aesch., Eur.