φωλεία

From LSJ
Revision as of 09:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωλεία Medium diacritics: φωλεία Low diacritics: φωλεία Capitals: ΦΩΛΕΙΑ
Transliteration A: phōleía Transliteration B: phōleia Transliteration C: foleia Beta Code: fwlei/a

English (LSJ)

or φωλ-ία, ἡ,

   A life in a hole or cave, of the hibernation of bears, Arist.HA600b18, Thphr.Od.63 (pl.), Ael.NA6.3; τὸ πάθος ὃ καλοῦσι φ. Plu.2.971d.    2 of fishes, Thphr.Fr.171.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1321] ἡ, Aufenthalt oder Leben in einer Höhle, bes. der Winterschlaf der Bären u. Dachse in Höhlen, Arist. H. A. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

φωλεία: ἡ, φωλεύειν ἐν καταστάσει νάρκης, ἡ χειμερινὴ νάρκη τῶν ἄρκτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 14, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 6. 3 (ἐν Θεοφρ. Ἀποσπ. 4, 63, φωλίαις)· ― ἡ πάχυνσις αὐτῶν κατὰ τὸν χρόνον τοῦτον λογίζεται ὡς νόσος, Αἰλ. π. Ζῴων 6. 3, Πλούτ. 2. 971D (ἔνθα κοινῶς φέρεται φωλίαν). 2) ἐπὶ ἰχθύων, Θεοφρ. Ἀποσπ. 171. 7. 3) ἐπὶ κοχλιῶν, αὐτόθι 176.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 habitation dans une caverne, dans une tanière;
2 sorte de maladie des ours.
Étymologie: φωλεύω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πιθ. άλλος τ. φωλία Α φωλεύω
(για ζώα) διαμονή μέσα στη φωλιά σε κατάσταση νάρκης, η χειμέρια νάρκη.

Russian (Dvoretsky)

φωλεία: ἡ пребывание в пещере, жизнь в берлоге Arst.