ἄπλεκτος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ον,
A unplaited, χαιτη AP7.412 (Alc. Mess.), Epigr.Gr. 790.8 (Dyme).
German (Pape)
[Seite 292] ungeflochten, χαίτη Alc. Mess. 19 (VII, 412).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπλεκτος: -ον, ὁ μὴ πεπλεγμένος, χαίτη Ἀνθ. Π. 7. 412, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 790. 8: ― ὡσαύτως ἀπλεκής, ές, Νόνν. Δ. 42. 87.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non tressé.
Étymologie: ἀ, πλέκω.
Spanish (DGE)
-ον
no trenzado χαίτη AP 7.412 (Alc.Mess.), Nonn.D.27.236, κόμαι Nonn.D.13.200 (var.), cf. Bas.Anc.Virg.M.30.788C.
Greek Monotonic
ἄπλεκτος: -ον (πλέκω), αυτός που δεν έχει πλεχθεί, χαίτη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπλεκτος: незаплетенный (χαίτη Anth.).