ἐπιθαλασσίδιος

From LSJ
Revision as of 09:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθᾰλασσίδιος Medium diacritics: ἐπιθαλασσίδιος Low diacritics: επιθαλασσίδιος Capitals: ΕΠΙΘΑΛΑΣΣΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epithalassídios Transliteration B: epithalassidios Transliteration C: epithalassidios Beta Code: e)piqalassi/dios

English (LSJ)

Att. ἐπιθαλαττίδιος, ον, = sq., Th.4.76, X.HG3.4.28, Pl.Lg.704b, etc.; ἐπιθαλαττιαῖος is prob. f.l. in Str.2.1.16, 3.4.20.

German (Pape)

[Seite 942] att. -ττίδιος, = Folgdm, auch 3. End.; πόλεις Xen. Hell. 3, 4, 28; αἱ Σίφαι εἰσὶ ἐπιθαλασσίδιοι Thuc. 4, 76; Ggstz χερσαῖος Plat. Legg. IV, 704 b; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
situé près de la mer, maritime.
Étymologie: ἐπί, θάλασσα.

Greek Monolingual

ἐπιθαλασσίδιος και ἐπιθαλαττίδιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)
ο επιθαλάσσιος.

Greek Monotonic

ἐπιθᾰλασσίδιος: Αττ. -ττίδιος, -ον, = το επόμ., σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιθᾰλασσίδιος: атт. ἐπιθαλαττίδιος 2 и 3 Thuc., Xen. = ἐπιθαλάσσιος.