περιγλαγής

From LSJ
Revision as of 10:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιγλᾰγής Medium diacritics: περιγλαγής Low diacritics: περιγλαγής Capitals: ΠΕΡΙΓΛΑΓΗΣ
Transliteration A: periglagḗs Transliteration B: periglagēs Transliteration C: periglagis Beta Code: periglagh/s

English (LSJ)

ές, (γλάγος)

   A full of milk, Il.16.642.

German (Pape)

[Seite 571] ές, voll Milch, Il. 16, 642, πέλλαι.

Greek (Liddell-Scott)

περιγλᾰγής: -ές, (γλάγος) πλήρης γάλακτος, περιγλαγέας κατὰ πέλλας Ἰλ. Π. 642.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein de lait.
Étymologie: περί, γλάγος.

English (Autenrieth)

ές (γλάγος): filled with milk, Il. 16.642†.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
γεμάτος γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -γλαγής (< γλάγος «γάλα»), πρβλ. ευ-γλαγής].

Greek Monotonic

περιγλᾰγής: -ές (γλάγος), αυτός που είναι γεμάτος γάλα, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιγλαγής -ές [περί, γλάγος] vol melk.