καταπετάννυμι

From LSJ
Revision as of 10:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπετάννῡμι Medium diacritics: καταπετάννυμι Low diacritics: καταπετάννυμι Capitals: ΚΑΤΑΠΕΤΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katapetánnymi Transliteration B: katapetannymi Transliteration C: katapetannymi Beta Code: katapeta/nnumi

English (LSJ)

   A spread out over, κατὰ λῖτα πετάσσας Il.8.441, cf. E.Hel.1459 (lyr., tm.); δέρρεις πρό τινος κ. Ph.Bel.91.13, cf. D.S. 20.9.    II spread or cover with, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ar.V.132; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Id.Pl.731; ἱστίῳ ἀνθρώπους Pl.Prm.131b; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι X.Cyr.8.3.16.

German (Pape)

[Seite 1369] (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, behängen; bei Hom. in tmesi, κατὰ λῖτα πετάσσας, Il. 8, 441, wie κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε Eur. Hel. 1475; κατεπέτασ' αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Ar. Plut. 731; Vesp. 131; καταπετάσαι ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπ ους Plat. Parm. 131 d, damit bedecken, verhüllen; pass., ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen. Cyr. 8, 3, 16.

Greek (Liddell-Scott)

καταπετάννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. καταπετάσω ᾰ, ἐξαπλώνω ὑπεράνω, ἀναπτύσσω, ἀνοίγω τι ὑπεράνω τινός, κατὰ λῖτα πετάσσας Ἰλ. Θ. 411, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1459· ταῖς πρῴραις δέρρεις κ. Διόδ. 20. 9· ὅσον ἂν τόπον ἐπίσχῃ τὸ ἱστίον καταπετασθὲν Πλουτ. Θησ. 25. ΙΙ. ἐκτείνωκαλύπτω μέ τι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ἀριστοφ. Σφ. 132· τὴν κεφαλὴν φοινικίδι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 731· ἀνθρώπους ἱστίῳ Πλάτ. Παρμ. 131Β· ἵπποι ἰματίοις καταπεπταμένοι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· μετὰ γεν. καὶ αἰτ., καταπεταννύντες τῶν ξύλων δίκτυα Ἁρποκρ. ἐν λεξ. περιστοιχίζεται.

French (Bailly abrégé)

f. καταπετῶ, ao. κατεπέτασα, part. pf. Pass. καταπεπταμένος;
1 déployer d’en haut : ἱστίον PLUT déployer une voile;
2 recouvrir : τὴν κεφαλὴν φοινικίδι AR couvrir la tête d’un voile de pourpre.
Étymologie: κατά, πετάννυμι.

Greek Monotonic

καταπετάννῡμι: και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ],
I. εξαπλώνω, απλώνω, εκτείνω, ανοίγω από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. εκτείνω ή καλύπτω με, τί τινι, σε Αριστοφ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πετάννυμι uitspreiden:. κατὰ λῖτα πετάσσας na een hoes uitgespreid te hebben Il. 8.441. bedekken, omhullen, met acc. (iets) en dat. (met iets).: κατεπέτασ ’ αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι zij bedekte zijn hoofd met een purperen doek Aristoph. Pl. 731; ῥαβδωτοῖς ἱματίοις καταπεπταμένοι bedekt met gestreepte kleden Xen. Cyr. 8.3.16.