καλλιρρημοσύνη
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἡ,
A elegance of language, D.H.Th.23, Luc.JTr. 27. II braggart language, Id.DDeor.21.2.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιρρημοσύνη: ἡ, γλαφυρότης γλώσσης, καλλιέπεια, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 23, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 27. ΙΙ. γλῶσσα ἀλαζονική, μεγαλορρημοσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 21. 2.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
parole facile, volubilité de parole.
Étymologie: καλλιρρήμων.
Greek Monolingual
καλλιρρημοσύνη, ἡ (Α) καλλιρρήμων
1. η κομψότητα του λόγου, η καλλιέπεια
2. η αλαζονική γλώσσα, η κομπορρημοσύνη.
Greek Monotonic
καλλιρρημοσύνη: ἡ,
I. γλαφυρότητα, κομψότητα γλώσσας, σε Λουκ.
II. αλαζονική γλώσσα, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιρρημοσύνη -ης, ἡ [καλός, ῥῆμα] elegant taalgebruik:; ὁπόταν... καλλιρρημοσύνην ἐπιδείκνυσθαι βούληται wanneer hij zijn welsprekendheid wil demonstreren Luc. 21.27; grootspraak:. γελᾶν ἐπὶ τῇ καλλιρρημοσύνῃ αὐτοῦ lachen om zijn grootspraak Luc. 79.1.2.