ἕλος
English (LSJ)
εος, τό,
A marsh-meadow, ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Il.20.221, cf. 4.483: generally, marshy ground, ἂν δόνακας καὶ ἕλος Od.14.474, cf. Hdt.1.191, Th.1.110, Inscr.Cypr.135.9 H. (Idalium), X.HG1.2.7, etc. 2 backwater, δάσκιον ἕ. A.R.2.1283.
German (Pape)
[Seite 802] τό, der Sumpf, stehendes Gewässer; καὶ λί. μναι Plat. Legg. VII, 824 b; nach den alten Gramm. bes. σύμφυτοι, σύνδενδροι τόποι; δάσκιον ἕλος Ap. Rh. 2, 1283; bei Hom. Niederung, Aue, wo Erlen u. dgl. wachsen u. Heerden weiden, Il. 4, 483. 20, 221 Od. 14, 474; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 976; Nonn. D. 1, 112. Auch Her. u. Thuc., τὰ ἕλη, von den Niederungen Aegyptens.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλος: -εος, τό, τόπος χαμηλὸς πλησίον ποταμῶν, λειμὼν βαλτώδης, ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Ἰλ. Υ. 221˙ καθόλου, «βάλτος», ἂν δόνακας καὶ ἕλος Ὀδ. Ξ. 474˙ ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 1. 191, Θουκ. 1. 110, κλ. / (Ἐκ τῆς √FΕΛ, πρβλ. τὸ ὄνομα τῆς Ἑλληνικῆς ἀποικίας Ὑέλης ἢ Ἐλέας (Velia), ὡσαύτως τὴν ἐν Ρώμη Velia, περὶ ἧς Διον. ὁ Ἁλ. λέγει ὅτι ὠνομάσθη οὕτως ἐκ τῆς ἑλλ. λέξεως ἕλος (1. 20)˙ ὡσαύτως πρβλ. Velitrae (ἐπι τῆς ὄχθης τοῦ Πωμεντίνου ἕλους) καὶ vallis.)
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
bas-fond, lieu humide et marécageux ; τὰ ἕλη plaines basses et humides de l’Égypte.
Étymologie: DELG vieux th., cf. skr. sáras, i.-e. *selos.
English (Autenrieth)
εος (ϝέλος): meadow-land, marsh, Il. 4.483, Od. 14.474.
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Grafía: chipr. e-le-i, IChS 217.9 (Idalion V a.C.)
• Morfología: [gen. contr. -ους]
1 pradera húmeda, hondonal ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Il.20.221, cf. 4.483, 15.631, IChS l.c., Ath.Agora 19.L9.82 (IV a.C.), POxy.3808.15 (I/II d.C.), D.P.Au.1.2, Artem.5.7
•ribera, margen de un río ἀπέστρεψαν εἰς τὸ ἕ. τοῦ Ιορδάνου LXX 1Ma.9.42, cf. Hsch.
2 pantano, marjal, ciénaga ἂν δόνακας καὶ ἕ. a través de cañas y pantanos, Od.14.474, cf. Hdt.1.191, X.HG 1.2.7, Democr.B 5.1, ἓν δέ τι γένος ἐν ... τοῖς ἕλεσι φύεται διαφέρον de una planta, Thphr.HP 4.8.13, τὸ ἕλος καὶ τὴν λίμνην SEG 22.508.36 (Quíos IV a.C.), δάσκιον εἰσελάσαντες ἕ. A.R.2.1283, explotado para el cultivo de papiro ἕ. παπυρικόν BGU 1121.10 (I a.C.), cf. Nic.Th.415, CPR 5.16.9 (V d.C.)
•plu. marismas ὁ ἐν τοῖς ἕλεσι βασιλεύς Th.1.110, ἕλη ἐγένετο ὁ Σαρων LXX Is.33.9. • DMic.: e-re-e II.
• Etimología: De ide. *selos, cf. ai. sáras. a partir de una r. hidronímica *sel-/sol-/sl̥-, cf. ai. Sárasvatī, celt. Salo, Salmantica.
Greek Monolingual
το (AM ἕλος, Α και ἕλεος)
1. έκταση που καλύπτεται μόνιμα από λιμνάζοντα νερά
2. βαλτώδης τόπος, βαλτολίβαδο
αρχ.-μσν.
σύμφυτος τόπος, δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία ένσιγμου θέματος λέξη που προέρχεται από ΙΕ τ. selos και αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. saras- όπως και το έλειος στο sarasiya-. Η σύνδεση με αρχ. ελλ. ύλη ή λατ. silva δεν έχει ισχυρή βάση].
Greek Monotonic
ἕλος: -εος, τό, χαμηλός τόπος κοντά σε ποτάμια, ελώδες, βαλτώδες λιβάδι, βούρκος, βάλτος, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἕλος: εος τό
1) болотистая низменность, болото Hom., Her., Plat., Arst., Plut.;
2) тж. pl. заливной луг, пойма Her., Thuc., Plut.