ἀκμόθετον

From LSJ
Revision as of 13:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκμόθετον Medium diacritics: ἀκμόθετον Low diacritics: ακμόθετον Capitals: ΑΚΜΟΘΕΤΟΝ
Transliteration A: akmótheton Transliteration B: akmotheton Transliteration C: akmotheton Beta Code: a)kmo/qeton

English (LSJ)

τό, = foreg., Il.18.410, Od.8.274.

German (Pape)

[Seite 75] τό, das Untergestell des Amboses, Hom. dreimal, Iliad. 18, 410. 476 Od. 8, 274.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμόθετον: τό, (τίθημι) ὁ τόπος (ἢ τὸ ξύλον), ἐφ’ οὗ τίθεται ὁ ἄκμων (ἀμόνι), Ἰλ. Σ. 410, Ὀδ. Θ. 274.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
l’établi de l’enclume.
Étymologie: ἄκμων², τίθημι.

English (Autenrieth)

(ἄκμων, τίθημι): anvilblock.

Greek Monolingual

ἀκμόθετον, το και ἀκμοθέτης, ο (Α)
η ξύλινη βάση όπου τοποθετείται το αμόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκμων + -θετὸς < τίθημι.

Greek Monotonic

ἀκμόθετον: τό (ἄκμων, τί-θημι), το ξύλο πάνω στο οποίο τοποθετείται το αμόνι, άκμονας, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκμόθετον: τό подставка (плаха) для наковальни Hom.