κοινολογία

Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ἡ,

   A consultation, Hp.Praec.8, PFay.12.15 (ii B.C.), Gal.8.151.    2 discussion, conference, Plb.2.8.7, al., Plu.Ages.25, al., Alex.Aphr.in Metaph. 296.23; philosophical dialogue, Phld.Rh.1.109: pl., ib.243 S.    3 communication by speech, Iamb.Myst.7.4 (pl.).    4 in Magic, use of τὰ κοινά (cf. κοινός 111.4), PMag.Par.1.2080 (pl.).    II = ἡ κοινὴ διάλεκτος, Phot.

German (Pape)

[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliches Besprechen, Berathen; Hippocr.; Pol. 2, 8, 7, Plut. Ages. 25 u. a. Sp. – Auch = κοινολεξία, Phot. 174, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κοινολογία: ἡ, σύσκεψις, Ἱππ. 27. 35, Πολύβ. 2. 8, 7, κτλ. ΙΙ. = ἡ κοινὴ διάλεκτος, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
conversation, entretien.
Étymologie: κοινός, λόγος.

Spanish

conjunto de términos comunes

Greek Monolingual

η (AM κοινολογία) κοινολογώ
διάδοση στο κοινό, κοινολόγηση, κοινοποίηση
μσν.
(κατά τον Φώτ.) κοινή διάλεκτος
αρχ.
1. κοινή σύσκεψη, συμβούλιο, κυρίως ιατρικό («ἑτέρους [ἰατροὺς] εἰσάγειν ἕνεκα τοῡ ἐκ κοινολογίης ἱστορήσαι τὰ περὶ τὸν νοσὲοντα», Ιπποκρ.)
2. φιλοσοφικός διάλογος
3. συζήτηση, συνομιλία («ὅλην τὴν κοινολογίαν ἀγερώχως... αὐτῶν διήκουε», Πολ.)
4. (στη μαγεία) η χρήση τών κοινών, δηλαδή τών λέξεων που έμπαιναν στα ξόρκια, ανάλογα με την περίσταση, στις τυπικές τους φράσεις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινολογία -ας, ἡ [κοινολογέω] overleg, discussie. geneesk. consult.