προσκαταλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 14:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταλαμβάνω Medium diacritics: προσκαταλαμβάνω Low diacritics: προσκαταλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: proskatalambánō Transliteration B: proskatalambanō Transliteration C: proskatalamvano Beta Code: proskatalamba/nw

English (LSJ)

   A fasten down to a thing, τὰς χεῖρας πρὸς τὸ σῶμα Hp.Art.43:—Pass., [ἔναιμα] ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται are treated with resin, have resin for one ingredient, ib.63.

German (Pape)

[Seite 768] (s. λαμβάνω), noch dazu einnehmen, D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταλαμβάνω: δένω, στερεώνω ἐπί τινος ἢ πρός τι πρᾶγμα, τὰς δὲ χεῖρας παρὰ τὰς πλευρὰς περιτείναντα προσκαταβαλεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808. ― Παθ., ἔναιμα ῥυτίνῃ προσκαταλαμβανόμενα, ἔχοντα ῥητίνην ὡς μίαν τῶν ὑλῶν τῶν ἀποτελουσῶν αὐτά, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 829. 2) καταλαμβάνω προσέτι, Δίωνος Κ. Ἐκλογ. 92. 1. Sturz.

Greek Monolingual

Α
1. καταλαμβάνω επί πλέον
2. στερεώνω, δένω κάτι πάνω ή κοντά σε κάτι άλλο («τὰς δὲ χεῑρας παρὰ τὰς πλευρὰς περιτείναντα προσκαταλαβεῑν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα», Ιπποκρ.)
3. παθ. προσκαταλαμβάνομαι
(για συστατικό) περιέχομαι («ἔναιμα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται», Ιπποκρ.)

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-καταλαμβάνω vastmaken aan: met prep. bep..; τὰς δὲ χεῖρας... προσκαταλαβεῖν πρὸς αὐτὸ τὸ σῶμα de handen vlak tegen het lichaam aan binden Hp. Art. 43; pass. met dat.. ὅσα ῥητίνῃ προσκαταλαμβάνεται (geneesmiddelen) die met hars verwerkt zijn Hp. Art. 63.