σμῶδιξ

From LSJ
Revision as of 14:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῶδιξ Medium diacritics: σμῶδιξ Low diacritics: σμώδιξ Capitals: ΣΜΩΔΙΞ
Transliteration A: smō̂dix Transliteration B: smōdix Transliteration C: smodiks Beta Code: smw=dic

English (LSJ)

ιγγος, ἡ,

   A weal, swollen bruise, caused by a blow, σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη Il.2.267; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον 23.716, cf. Opp.H.2.428.

German (Pape)

[Seite 912] ιγγος, ἡ, eine mit Blut unterlaufene Strieme, Schwiele, Beule, bes. von einem Schlage; σμῶδιξ δ' αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, Il. 2, 267, von dem Schlage mit dem Scepter; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον, 23, 716; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 428 Lycophr. 783. – Vgl. σμώχω.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ἡ) :
tumeur provenant d’une contusion, contusion.
Étymologie: DELG cf. σμώχω, σμήω.

English (Autenrieth)

ιγγος: bloody wale, weal, Il. 2.267 and Il. 23.716.

Greek Monolingual

-ώδιγγος, ἡ, Α
πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας σμη- του ρ. σμῶ «πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. σμώ-χώ), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού σμω-δ(ο)- με το εκφραστικό επίθημα -ιξ, -ιγγος, που απαντά και σε άλλους ιατρικούς όρους (πρβλ. κύστ-ιγξ, μῆν-ιγξ)].

Greek Monotonic

σμῶδιξ: -ιγγος, ἡ, οίδημα, πρήξιμο που προκαλείται από χτύπημα, μελανιά, μελάνιασμα, μώλωπας, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σμῶδιξ: ιγγος ἡ полоса (от удара), кровоподтек (σ. αἱματόεσσα Hom.).