ὀλιγοσιτία

From LSJ
Revision as of 14:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοσῑτία Medium diacritics: ὀλιγοσιτία Low diacritics: ολιγοσιτία Capitals: ΟΛΙΓΟΣΙΤΙΑ
Transliteration A: oligositía Transliteration B: oligositia Transliteration C: oligositia Beta Code: o)ligositi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A small eating, moderation in food, Arist.Pol.1272a22,Pr.863b24, Thphr.Lass. 17, Sor.1.65, etc.

German (Pape)

[Seite 321] ἡ, das Wenigessen; Arist. pol. 2, 10; Luc. Paras. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
frugalité, sobriété.
Étymologie: ὀλιγόσιτος.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγοσιτία) ολιγόσιτος
εγκράτεια στο φαγητό, λιγοφαγία («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ oἱ νοσοῡντες», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὀλῐγοσῑτία: ἡ, περιορισμένη κατανάλωση τροφής, εγκράτεια ως προς την ποσότητα του φαγητού που καταναλώνει κάποιος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοσιτία: ἡ воздержность в пище Arst.